- μαδάρωσις
- μαδάρωσιςfalling off of the hairfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαδαρώσεις — μαδάρωσις falling off of the hair fem nom/voc pl (attic epic) μαδάρωσις falling off of the hair fem nom/acc pl (attic) μαδαρόω make bald aor subj act 2nd sg (epic) μαδαρόω make bald fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδάρωσιν — μαδάρωσις falling off of the hair fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδάρωση — η (AM μαδάρωσις) [μαδαρός] 1. το πέσιμο τών τριχών, η φαλάκρωση τής κεφαλής 2. (ειδ.) η πτώση τών βλεφαρίδων λόγω χρόνιας νόσου νεοελλ. η καταστροφή τής βλάστησης ενός τόπου, η αποψίλωση … Dictionary of Greek
μαδαρώσεως — μαδαρώσεω̆ς , μαδάρωσις falling off of the hair fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)